- ὀρόβῳ
- ὄροβοςbitter vetchmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαιτώ — άω, ΜΑ προετοιμάζω με δίαιτα («προδιαιτᾱν αὐτοὺς [τοὺς ἵππους] σίτῳ καὶ ὀρόβῳ πεφρυγμένῳ», Ιππιατρ.) αρχ. μέσ. προδιαιτῶμαι υποβάλλω εκ τών προτέρων μια υπόθεση, μια διαφορά, σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαιτῶ «υποβάλλω σε δίαιτα, είμαι… … Dictionary of Greek